Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανεξεταστέος
1 εγγραφή
επανεξεταστέος -α -ο [epaneksetastéos] Ε4 : ανεξεταστέος, μετεξεταστέος.

[λόγ. επαν(α)- εξεταστέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες