Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενωτικό
2 εγγραφές [1 - 2]
ενωτικό το [enotikó] Ο38 : (γραμμ.) σημείο στίξης που γράφεται για να ενώσει συλλαβές ή λέξεις· συνέχειαII.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ενωτικός σημδ. γαλλ. trait d΄union]

ενωτικός -ή -ό [enotikós] Ε1 : 1.που ενώνει, που συνδέει: ~ κρίκος, συνδετικός. || που εξυπηρετεί ή έχει στόχο την ενότητα προσώπων ή δράσης: Ενωτική πολιτική / πρόταση. Ενωτικό σύνθημα. || (ως ουσ.) το ενωτικό*. 2. (ως ουσ.) ο ενωτικός, (για πρόσ.) υποστηρικτής, οπαδός ένωσης (κρατών, χωρών, θρησκευτικών δογμάτων κτλ.). ANT ανθενωτικός.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἑνωτικός· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες