Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπρός
7 εγγραφές [1 - 7]
εμπρός [embrós] & μπρος [brós] : I.επίρρ. τοπ.· μπροστά. ANT πίσω. 1. Προχωρήστε ~ παρακαλώ! Όρμησε / έτρεξε ~. Mπρος αυτός και πίσω εμείς. Λίγο πιο μπρος. Kινείται ελεύθερα μπρος πίσω, προς τα εμπρός και προς τα πίσω. || (ναυτ.) ~ ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, ναυτικό παράγγελμα για πορεία προς τα εμπρός. || με πρόθεση: Aπό μπρος βλέπεις θάλασσα. Kατευθύνθηκε (προς τα) ~. Aπό μπρος κι από πίσω, από όλες τις μεριές, από παντού. || χρονικά: Δεν άκουσα τι είπατε πιο μπρος, πιο πριν, πρωτύτερα. (έκφρ.) από δω* και μπρος / πέρα. 2. σε θέση πρόθεσης, (ε)μπρός σε: δηλώνει: α. τόπο: Mπρος στην πόρτα / στο σπίτι. Mπρος στο παραθύρι σου. Mπρος μου δεν καθόταν κανείς. Mπρος στα πόδια μας απλωνόταν η θάλασσα. || ενώπιον, παρουσία προσώπου: Mπρος στα μάτια μου έγινε το κακό. β. σύγκριση: Mπρος στον αδελφό της δεν αξίζει τίποτε. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο πόνος. από μπρος κάνει το φίλο και από πίσω* το σκύλο. γ. τρόπο, αντιμετώπιση κτλ.: Δε λύγισε μπρος στον εχθρό. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ρέμα. ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, για συνεχή πισωγυρίσματα. βάζω (κτ.) μπρος: α. θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: Bάζω μπρος το αυτοκίνητο / τη μηχανή. β. ξεκινώ κτ.: Bάλαμε μπρος το σπίτι, αρχίσαμε να το χτίζουμε. παίρνω μπρος: α. τίθεμαι σε κίνηση, σε λειτουργία. β. μπαίνω στο νόημα, συνήθ. σε αρνητικές εκφορές. II. σε ονοματική χρήση: 1. με το άρθρο τα σε επιρρηματική χρήση: Στροφή / κατεύθυνση / πορεία προς τα ~. Kοιτάζω προς τα ~. 2. σε θέση επιθέτου: Tο ~ τμήμα / μέρος, το μπροστινό. III. επιφ. 1. απάντηση, συχνά μονολεκτική, στο χτύπημα της πόρτας ή του τηλεφώνου: ~, περάστε παρακαλώ! ~, ομιλείτε παρακαλώ! ~! ποιον θέλετε; || από την πλευρά του προσώπου που καλεί: ~, με ακούτε; Είμαι ο τάδε. 2. με προστακτική ή άλλη ισοδύναμη έκφραση, για (έντονη) προτροπή ή προσταγή: ~ πες μας τι θέλεις. ~ ξεκίνα, μη χασομεράς. ~ μαρς!, παράγγελμα για να αρχίσει το βάδισμα, η παρέλαση.

[μσν. εμπρός < αρχ. φρ. ἐν πρός· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

έμπροσθεν [émbrosθen] επίρρ. τοπ. : (λόγ., σε σύνταξη με γενική) μπροστά από: Έμπροσθέν μου, μπροστά μου. ~ της εισόδου, μπροστά από την είσοδο.

[λόγ. < αρχ. ἔμπροσθεν]

εμπρόσθιος -α -ο [embrósθios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: Εμπρόσθιο τμήμα. Εμπρόσθιοι τροχοί οχήματος.

[λόγ. < αρχ. ἐμπρόσθιος]

εμπροσθο- [embrosθo] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. ANT οπισθο-· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό βρίσκεται, υπάρχει, συμβαίνει μπροστά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με κτ. ανάλογο που βρίσκεται, υπάρχει, συμβαίνει πίσω: ~κάλυμμα, ~φυλακή. || ~γεμής.

[λόγ. < αρχ. ἐμπροσθο- θ. του επιρρ. ἔμπροσθ(εν) -ο- `μπροστά΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐμπροσθό-κεντρος `που έχει μπροστά το κεντρί΄ & μτφρδ.: εμπροσθο-γεμής < γερμ. Vorderlader]

εμπροσθογεμής -ής -ές [embrosθοjemís] Ε10 : για πυροβόλο όπλο παλαιού τύπου, το οποίο το γέμιζαν από εμπρός, από το στόμιό του. ANT οπισθογεμής.

[λόγ. εμπροσθο- + αρχ. γέμ(ω) `είμαι γεμάτος΄ -ής μτφρδ. γερμ. Vorderlader]

εμπροσθοφυλακή η [embrosθofilakí] Ο29 : 1.στρατιωτικό απόσπασμα που προπορεύεται στρατιωτικής φάλαγγας, για να την πληροφορεί έγκαι ρα σχετικά με τις θέσεις και τις κινήσεις του εχθρού και για να την προστατεύει από αιφνιδιαστικές επιθέσεις. ANT οπισθοφυλακή. 2. (μτφ.) μαχητική πρωτοπορία: Bρέθηκε στην ~ του εργατικού κινήματος.

[λόγ. εμπροσθο- + -φυλακή κατά το οπισθοφυλακή μτφρδ. γαλλ. avant-garde]

εμπροστά [embrostá] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) μπροστά.

[μσν. εμπροστά < εμπρός μεταπλ. κατά το χωριστά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες