Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εμβαλωματικός
1 item total
εμβαλωματικός -ή -ό [emvalomatikós] Ε1 : μόνο στην έκφραση εμβαλωματική λύση, πρόχειρη και προσωρινή, όχι οριστική ή ριζική· (πρβ. μπάλωμα2).

[λόγ. εμβαλωματ- (εμβάλωμα, λόγ. επίδρ. στο νεοελλ. μπάλω μα δες στο μπαλώνω) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go