Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είσδυση
1 εγγραφή
είσδυση η [ízδisi] Ο33 : (λόγ.) διείσδυση.

[λόγ. < αρχ. εἴσδυ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες