Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δύστροπος -η -ο [δístropos] Ε5 : που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες, που δείχνει έλλειψη προσαρμοστικότητας, συμβιβαστικότητας, συνεργασίας: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
[λόγ. < αρχ. δύστροπος]