Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δυσλειτουργία η [δisliturjía] Ο25 : 1. (ιατρ.) κακή λειτουργία ενός οργάνου ή ενός συστήματος. 2. κακή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου, ενός θεσμού κτλ.: Παρατηρούνται φαινόμενα δυσλειτουργίας του κρατικού μηχανισμού / του πολιτεύματος.
[λόγ. δυσ- λειτουργία μτφρδ. αγγλ. malfunction]



