Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσάρεστος
1 εγγραφή
δυσάρεστος -η -ο [δisárestos] Ε5 : α. για κτ. που προκαλεί θλίψη, απογοήτευση, ενόχληση ή αποστροφή. ANT ευχάριστος: Δυσάρεστα νέα / γεγονότα. Δυσάρεστες αναμνήσεις / εξελίξεις. Δυσάρεστη μυρωδιά / συζήτηση. Δυσάρεστη έκπληξη. Bρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι… Mου είναι δυσάρεστο να… Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω. Tα μάθατε τα δυσάρεστα νέα; || (ως ουσ.) το δυσάρεστο: Tο δυσάρεστο στην υπόθεση είναι ότι… β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή κάποια συγκεκριμένη ενέργεια προκαλεί δυσαρέσκεια σε κπ. άλλο: Mε τη συμπεριφορά του έγινε ~ σε πολύν κόσμο. δυσάρεστα ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε πολύ ~ την απόφασή μου.

[λόγ. < αρχ. δυσάρεστος `δύστροπος, γκρινιάρης΄ & σημδ. γαλλ. désagréable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες