Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφεντεύω
1 εγγραφή
διαφεντεύω [δjafendévo & δiafendévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) εξουσιάζω: Ξένοι διαφέντευαν το λαό μας. || προστατεύω.

[μσν. διαφεντεύω < δηφενδεύω, δεφενδεύω (προφ. [nd] ) παρετυμ. δια- < λατ. defend(o) `υπερασπίζομαι΄ -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες