Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διαφεντεύω [δjafendévo & δiafendévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) εξουσιάζω: Ξένοι διαφέντευαν το λαό μας. || προστατεύω.
[μσν. διαφεντεύω < δηφενδεύω, δεφενδεύω (προφ. [nd] ) παρετυμ. δια- < λατ. defend(o) `υπερασπίζομαι΄ -εύω]



