Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασπάθιση η [δiaspáθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπαθίζω: Yπουργός που κατηγορείται για ~ του δημόσιου χρήματος.
[λόγ. διασπαθι- (διασπαθίζω) -σις > -ση]