Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκεδαστικός
1 εγγραφή
διασκεδαστικός -ή -ό [δiaskeδastikós] Ε1 : 1. που είναι τέτοιος, ώστε να συντελεί στη διασκέδαση, να μας κάνει να περνούμε ευχάριστα: Mια διασκεδαστική ιστορία / θεατρική παράσταση / κινηματογραφική ταινία. Διασκεδαστικό παιχνίδι / περιστατικό / συμβάν. Ένας πολύ ~ άνθρωπος. 2. (σπάν.) ασήμαντος κι επομένως αστείος ή γελοίος: Διασκεδαστικό επιχείρημα. διασκεδαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διασκεδαστικός `κατάλληλος για διασκορπισμό΄ σημδ. γαλλ. divertissant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες