Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαβαίνω
1 item total
διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί : (λογοτ.) 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο: Διάβηκαν το ποτάμι / τη γέφυρα / το δάσος. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ριζικό περπάτει. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ: Tα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω: Οι πόνοι / οι καημοί διαβαίνουν.

[αρχ. διαβαίνω (αρχική σημ.: `στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go