Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοδιδάσκαλος
1 εγγραφή
δημοδιδάσκαλος ο [δimoδiδáskalos] Ο19 θηλ. δημοδιδασκάλισσα [δimoδiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο δάσκαλος.

[λόγ. < ελνστ. δημοδιδάσκαλος `δημαγωγός΄, κατά τη σημ. της φρ. δημοτικό σχολείο· λόγ. δημοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες