Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δηλητηριώδης
1 εγγραφή
δηλητηριώδης -ης -ες [δilitirióδis] Ε11 : 1. που περιέχει δηλητήριο, που δηλητηριάζει: Δηλητηριώδεις ουσίες. Δηλητηριώδη μανιτάρια / αέρια. || (για ζώα) που διοχετεύει δηλητήριο (με το τσίμπημα ή το δάγκωμα): Δηλητηριώδη φίδια / ερπετά / έντομα. 2. (μτφ.) που είναι γεμάτος μίσος, κακία, εχθρική διάθεση: Δηλητηριώδη λόγια. Δηλητηριώδεις υπαινιγμοί.

[λόγ.: 1: ελνστ. δηλητηριώδης & σημδ. γαλλ. vénéneux, délétère < αρχ. δηλητήριος· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες