Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεδικασμένο
1 item total
δεδικασμένο το [δeδikazméno] Ο39 : (νομ.) η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

[λόγ. ουδ. μππ. του αρχ. ρ. δικάζω μτφρδ. γαλλ. chose jugée]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go