Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικωτός
1 εγγραφή
γυναικωτός ο [jinekotós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός για άντρα με θηλυπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά.

[λόγ. < μσν. γυναικωτός < γυναί κ(α) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες