Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γοφάρι το [γofári] Ο44 : είδος ψαριού που μοιάζει με το λαυράκι.
[μσν. γομφάριον με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] υποκορ. του ελνστ. γόμφ(ος) -άριον]