Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γρουσούζης -α -ικο [γrusúzis] & γουρσούζης -α -ικο [γursúzis] Ε9 : 1. που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλής: Γρουσούζικο παιδί. 2. που είναι δύστροπος, κακότροπος: Πάντα ήταν ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Nα φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη.
[γουρ-: τουρκ. uğursuz -ης `κακοσήμαδος΄ (δες γούρι, γουρλής) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γρου-: μετάθ. του [r] ]