Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γονιός ο [γonós] Ο17 : (λαϊκότρ.) γονέας: Έχασε από μικρός τους γονιούς του.
[μσν. γονιός < *γονέος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γεν. πληθ. γονέων (γονείς) κατά το σχ.: των νέων - ο νέος, αρχ. γονεύς `πατέρας΄, γονεῖς `γονιοί΄]