Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γνώστης
1 item total
γνώστης ο [γnóstis] Ο10 θηλ. γνώστρια [γnóstria] Ο27α : αυτός που γνωρίζει κτ. πολύ καλά: Είναι ~ της νεότερης ιστορίας. Είμαι ~ του πράγματος / της υπόθεσης. || αυτός που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος: Είναι ~ των προβλημάτων.

[ελνστ. γνώστης· λόγ. γνώσ(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go