Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκορτσιά
1 item total
γκορτσιά η [gortsxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) άγρια αχλαδιά.

[βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά 1 με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go