Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωργός
1 εγγραφή
γεωργός ο [jeorγós] Ο17 : που έχει ως επάγγελμα τη γεωργία· (πρβ. αγρότης): Πολλοί από τους κατοίκους της Θεσσαλίας είναι γεωργοί.

[λόγ. < αρχ. γεωργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες