Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεωμαγνητισμός ο [jeomaγnitizmós] Ο17 : ο μαγνητισμός που αφορά τα γήινα μαγνητικά πεδία.
[λόγ. < γαλλ. géomagnétisme < géo- = γεω- + magnétisme = μαγνητισμός]