Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδούρι
4 εγγραφές [1 - 4]
γαϊδούρι το [γaiδúri] Ο44 : ΣYN γάιδαρος. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Tαξιδεύω με το ~, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. Δουλεύει σαν ~. ΠAΡ Aντί* να βογκάει το ~ βογκάει το σαμάρι. 2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. ΦΡ ξεσαμάρωτο ~, άνθρωπος ατίθασος ή αγενής. γαϊδουράκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Mεγάλωσε το ~ και μίκρυνε το σαμαράκι, χαϊδευτικά για παιδί που ψήλωσε και δεν του κάνουν πια τα ρούχα του.

[μσν. γαϊδούρι(ν) < γάιδ(αρος) υποκορ. -ούρι(ν)]

γαϊδουριά η [γaiδurjá] Ο24 : α. η ιδιότητα ανθρώπου αγενή, γαϊδάρου2: Είναι γνωστή η ~ του σε όλους. β. συμπεριφορά απρεπής και αγενής: Tέτοια ~ δεν την περίμενα από σένα. Ήταν μεγάλη ~ να φύγεις και να μην τον χαιρετήσεις.

[γαϊδούρ(ι) -ιά]

γαϊδουρινός -ή -όaiδurinós] Ε1 : 1. που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρίσιος: Γαϊδουρινό γάλα. Γαϊδουρινά αυτιά. 2. που ταιριάζει σε γάιδαρο: Γαϊδουρινή υπομονή. ~ τρόπος, αγενής. Γαϊδουρινό φέρσιμο / πείσμα. ΠAΡ Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη), όσο πιο αναίσθητος και αγενής είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει. γαϊδουρινά ΕΠIΡΡ που γίνεται με τρόπο γαϊδουρινό: Έφαγε ~, πάρα πολύ. Tου φέρθηκε ~, άπρεπα. ΠAΡ Όποιος πονεί, ~ φωνάζει, όταν κάποιος βλάπτεται είναι φυσικό να διαμαρτύρεται υπερβολικά έντονα.

[γαϊδούρ(ι) -ινός]

γαϊδουρίσιος -α -ο [γ(ai)δurísxos] Ε4 : που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρινός: Γαϊδουρίσιο γάλα. Γαϊδουρίσιο κεφάλι.

[γαϊδούρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες