Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστέρα
1 εγγραφή
γαστέρα η [γastéra] Ο26 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά.

[μσν. γαστέρα < αρχ. γαστήρ, αιτ. -έρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες