Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βυθόμετρο
2 items total [1 - 2]
βυθόμετρο το [viθómetro] Ο42 : ειδικό μηχάνημα ή όργανο με το οποίο γίνεται η βυθομέτρηση: Hχητικό ~.

[λόγ. βυθο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. bathomètre < αρχ. βαθ(ύς) -ο- + -mètre = -μετρον]

βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά μηχανήματα και συσκευές το βάθος θάλασσας, λίμνης, ποταμού κτλ. σε μια ορισμένη θέση.

[βυθο- + -μετρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go