Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλοσυρός
1 εγγραφή
βλοσυρός -ή -ό [vlosirós] Ε1 : που έχει βλέμμα, πρόσωπο αυστηρό, αγριωπό, τέτοιο που προκαλεί φόβο: Tον κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό. Tον είδα έτσι βλοσυρό και άγριο και τρόμαξα. βλοσυρά ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε τόσο ~, που πάγωσα απ΄ το φόβο.

[λόγ. < αρχ. βλοσυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες