Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλανιδιά
1 εγγραφή
βαλανιδιά η [valaniδjá] & βελανιδιά η [velaniδjá] Ο24 : δέντρο συνήθ. μεγάλο που φυτρώνει κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο και που το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και γενικότερα σε ξυλοκατασκευές· (πρβ. δρυς).

[βαλανίδ(ι), βελανίδ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες