Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυλλόγιστος -η -ο [asilójistos] Ε5 : που δε σκέφτεται καθόλου τις συνέπειες μιας πράξης του, που ενεργεί απερίσκεπτα, επιπόλαια: ~ άνθρωπος / νέος. || (επέκτ.): Aσυλλόγιστη ενέργεια / πράξη, που γίνεται ασυλλόγιστα.
ασυλλόγιστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. Tρώει / ξοδεύει ~, υπερβολικά. [αρχ. ἀσυλλόγιστος `που δε συλλογίζεται σωστά΄]