Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασσυριολόγος
1 item total
ασσυριολόγος ο [asiriolóγos] Ο18 θηλ. ασσυριολόγος [asiriolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ασσυριολογία.

[λόγ. < γαλλ. assyrio logue < assyrio(logie) = ασσυριο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go