Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχοντο- [arxondo] & αρχοντό- [arxondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αρχοντ- [arxond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (συχνά λαϊκότρ.) με αναφορά στον άρχοντα, τον προεστό: ~γιός, ~κόρη, ~θυγατέρα, ~παίδι, αρχοντόπουλο· (ιστ.) ~κοτζαμπάσηδες· ~παντρεύω, ~συμπεθερεύω. 2. με αναφορά στα μεγαλοπρεπή, αρχοντικά, ευγενικά χαρακτηριστικά: ~γειτονιά, αρχοντόσπιτο, ~χωριό. 3. για πρόσωπο με παρουσιαστικό και εμφάνιση που αποπνέουν αρχοντιά και ευγένεια: αρχοντάνθρωπος, ~γυναίκα, αρχοντόπαπας. || (μειωτ.) ~χωριάτης. 4. (συνήθ. σε σύνθετα ρήματα και παθητικές μετοχές) ειρωνικά, μειωτικά με αναφορά στα αρνητικά χαρακτηριστικά (αλαζονεία, μαλθακότητα κτλ.) του άρχοντα: ~μαθαίνω.
[μσν. αρχοντο- θ. του ουσ. άρχοντ(ας) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αρχοντο-λόγιν `αρχοντολόι΄]
- αρχοντογενιά η [arxondojená] Ο24 : αρχοντική, αριστοκρατική γενιά.
[αρχοντο- + γενιά]
- αρχοντογεννημένος -η -ο [arxondojeniménos] Ε3 : που είναι γόνος αρχοντικής οικογένειας.
[αρχοντο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]
- αρχοντογυναίκα η [arxondojinéka] Ο25 : γυναίκα με αρχοντιά, με ευγένεια, με αξιοπρέπεια και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.
[αρχοντο- + γυναίκα]
- αρχοντολόι το [arxondolói] Ο45 : (οικ., λογοτ.) το σύνολο των αρχόντων2α.
[μσν. αρχοντολόγι(ν) < αρχοντο- + -λόγιν > -λόι]
- αρχοντοπούλα η [arxondopúla] Ο25α : κόρη άρχοντα2α. || (παρωχ.) κορίτσι ή νέα από πλούσια, αρχοντική οικογένεια.
[μσν. αρχοντοπούλα < άρχοντ(ας) -οπούλα]
- αρχοντόπουλο το [arxondópulo] Ο41 : γιος άρχοντα2α. || αγόρι ή νέος από πλούσια, αρχοντική οικογένεια. || (πληθ.) παιδιά άρχοντα2α ή αρχοντικής οικογένειας χωρίς διάκριση φύλου.
[μσν. αρχοντόπουλον < άρχοντ(ας) -όπουλον]
- αρχοντορεμπέτικο το [arxondorebétiko] Ο41 : είδος έντεχνου ρεμπέτικου τραγουδιού που καλλιεργήθηκε από καλλιτέχνες της αστικής τάξης.
[αρχοντο- + ρεμπέτικο]
- αρχοντόσπιτο το [arxondóspito] Ο41 : 1.μεγάλο και πλούσια εξοπλισμένο σπίτι· αρχοντικό. 2. πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια, από αρχοντική γενιά.
[αρχοντο- + σπίτ(ι) -ο]
- αρχοντοχωριάτης ο [arxondoxorjátis] Ο10 : χαρακτηρισμός νεόπλουτου και άξεστου ανθρώπου που παριστάνει τον άρχοντα, σε μετωνυμία από την ομώνυμη κωμωδία του Mολιέρου.
[αρχοντο- + χωριάτης]