Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρλούμπα η [arlúmba] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : λόγος χωρίς περιεχόμενο και νόημα, ανοησία, φλυαρία· σαχλαμάρα: Mα τι αρλούμπες είναι αυτές που μας λες;
[ίσως ιταλ. burla `φάρσα, κοροϊδία΄ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-bu > miabu > mi-abu] > *αρμπούλα με μετάθ. του [r] > αρλούμπα με αντιμετάθ. [bula > luba] ]