Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραξοβόλι
1 εγγραφή
αραξοβόλι το [araksovóli] Ο44 : (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία· αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο: Στην αγκαλιά της βρήκε ~.

[μσν. *αραξοβόλι(ον) < αραξ- (αράζω) -ο- + -βόλι(ον) κατά το ελνστ. ἀγκυροβόλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες