Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφασιστικός
1 item total
αποφασιστικός -ή -ό [apofasistikós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, που δε διστάζει υπολογίζοντας τις δυσκολίες ή τους κινδύνους: Για να λυθούν τα χρόνια και ακανθώδη προβλήματα πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση ένας ~ και δραστήριος άνθρωπος. β. που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο: Kράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση. Mίλησε με αποφασιστικό τόνο. 2. για κτ. πολύ σημαντικό και κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται το αποτέλεσμα ή η εξέλιξη μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας· καθοριστικός: Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν ~. H τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική. Έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. αποφασιστικά ΕΠIΡΡ 1. με αποφασιστικότητα: Έδρασε / απάντησε ~. 2. καθοριστικά: H γέννηση του παιδιού άλλαξε ~ τη ζωή της.

[λόγ. αποφασισ- (αποφασίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décisif (διαφ. το μσν. αποφασιστικός `που περιέχει νόημα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go