Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απορρυθμίζω [aporiθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαταράσσω το ρυθμό με τον οποίο λειτουργεί ένα όργανο. 2. (μτφ.) αποδιοργανώνω: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα νέα κυβερνητικά μέτρα θα απορρυθμίσουν τελείως τη δημόσια διοίκηση.
[λόγ. απο- ρυθμίζω μτφρδ. γαλλ. dérégler (η γραφή -ρρ- αναλ. προς αρχ. σύνθ. λέξεις όπου το β' συνθ. άρχιζε με [r] και το α' συνθ. έληγε σε βραχύ φων.: αρχ. ἀπό-ρρητος)]