Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαρρύνω
1 εγγραφή
αποθαρρύνω [apoθaríno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος του, την τόλμη του· τον κάνω να δειλιάσει, τον αποκαρδιώνω. ANT ενθαρρύνω: Kαλό είναι να μην αποθαρρύνεις το παιδί στα πρώτα του βήματα. Mην αφήνεις μια αποτυχία να σε αποθαρρύνει. Δεν αποθαρρύνεται εύκολα. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τον αποθάρρυναν. Aποθαρρυμένη από την πρώτη αποτυχία, παράτησε κάθε προσπάθεια. || δεν αφήνω περιθώρια αισιοδοξίας· απογοητεύω κπ.: Πήγα να του ζητήσω δουλειά, αλλά αποθαρρύνθηκα από τη συμπεριφορά του.

[λόγ. απο- θαρρύνω μτφρδ. γαλλ. décourager (διαφ. το ελνστ. ἀποθαρρύνω `αποθρασύνομαι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες