Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απαστράπτω
1 item total
απαστράπτων -ουσα -ον [apastrápton] Ε12 : (λόγ.) που είναι στιλπνός και λαμπερός, που λάμπει, που ακτινοβολεί: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.

[λόγ. μεε. < αρχ. ἀπαστράπτω `στέλνω λάμψη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go