Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαστράπτων -ουσα -ον [apastrápton] Ε12 : (λόγ.) που είναι στιλπνός και λαμπερός, που λάμπει, που ακτινοβολεί: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀπαστράπτω `στέλνω λάμψη΄]



