Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπαράσταση
1 εγγραφή
αντιπαράσταση η [andiparástasi] Ο33 : (νομ.) ταυτόχρονη παρουσία και εξέταση σε νομική διαδικασία (δίκη, ανάκριση κτλ.) δύο ή περισσότερων από τα πρόσωπα (διάδικοι, κατηγορούμενος, μάρτυρας) που αυτή αφο ρά: Εξέταση / ανάκριση κατ΄ ~. Ο κατηγορούμενος προσποιήθηκε ότι δε γνωρίζει το συνεργάτη του, όταν τους έφεραν σε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαράστα(σις) `απάντηση σε αντίρρηση΄ -ση σημδ. γαλλ. confrontation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες