Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανισο
20 εγγραφές [1 - 10]
ανισο- [aniso] & ανισό- [anisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανισ- [anis], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν εκτός του [i] : το επίθετο άνισος ως α' συνθετικό: 1. κυρίως σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την έννοια που εκφράζει το β' συνθετικό άνιση, διαφορετική, όχι ίδια σε σχέση με κάποιο άλλο· (πρβ. ομοιο-). ANT ισο-: ~βαρής, ~δύναμος, ανισεπίπεδος, ανισόπλευρος, ~σκελής, ανισότιμος, ανισόχρονος, ~ϋψής· ~ρροπία, ~τιμία· ~δύναμα. || (επιστ.) ~πέταλα· ~στήμονα, φυτά με στήμονες αριθμητικά λιγότερους από τα πέταλα· ~δάκτυλα, πτηνά που έχουν τρία δάχτυλα μπροστά και ένα πίσω. 2. σε σύνθετα ουσιαστικά: ~κατανομή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ἄνισο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀνισο-βαρής, ἀνι σο-σκελής]

ανισοβαρής -ής -ές [anisovarís] Ε10 & ανισόβαρος -η -ο [anisóvaros] Ε5 : ANT ισοβαρής. 1. που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους το ίδιο βάρος: ~ κατανομή ενός φορτίου. 2. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια βαρύτητα, σημασία: ~ σύμβαση. ανισοβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοβαρής· λόγ. ανισοβαρ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισοβαρ(ής) -ώς]

ανισοκατανομή η [anisokatanomí] Ο29 : κατανομή σε άνισα μέρη: ~ του εθνικού εισοδήματος.

[λόγ. ανισο- + κατανομή]

ανισομεγέθης -ης -ες [anisomejéθis] Ε11α : που δεν έχει το ίδιο μέγεθος με άλλον. ANT ισομεγέθης.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισομεγέθης]

ανισομέρεια η [anisoméria] Ο27 : η ιδιότητα του ανισομερούς: H ~ στην οικονομική ανάπτυξη.

[λόγ. ανισομερ(ής) -εια]

ανισομερής -ής -ές [anisomerís] Ε10 & ανισόμερος -η -ο [anisómeros] Ε5 : που τα μέρη του δεν είναι ίσα, που δε γίνεται σε ίσα μέρη. ANT ισομερής: Mειονέκτημα του βιβλίου είναι η ~ ανάπτυξη των επί μέρους κεφαλαίων. ~ οικονομική ανάπτυξη. ανισομερώς ΕΠIΡΡ σε άνισα μέρη.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ισομερής· λόγ. ανισομερ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισομερ(ής) -ώς]

ανισόμετρος -η -ο [anisómetros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία: Aνισόμετρη βιομηχανική ανάπτυξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισόμετρος `όχι ανάλογος προς΄]

ανισομετρωπία η [anisometropía] Ο25 : (ιατρ.) η άνιση ικανότητα όρασης των δύο οφθαλμών.

[λόγ. < νλατ. anisometropia < ελνστ. ἀνισόμε τρ(ος) + -opia < αρχ. ὤπ- (ὤψ) `μάτι΄ -ia = -ία]

ανισοπαχής -ής -ές [anisopaxís] Ε10 & ανισόπαχος -η -ο [anisópaxos] Ε5 : που δεν έχει το ίδιο πάχος σε όλη του την έκταση: Aνισοπαχή πετρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοπαχής· λόγ. ανισοπαχ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

ανισόπεδος -η -ο [anisópeδos] Ε5 : που δεν έχει σε ίσο ύψος τα επίπεδά του. ANT ισόπεδος: Aνισόπεδη διάβαση.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ισόπεδος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες