Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμο
41 εγγραφές [1 - 10]
ανεμο- [anemo] & ανεμό- [anemó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανεμ- [anem], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. άνεμος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1α. με αναφορά στην κίνηση του αέρα, στον άνεμο· (πρβ. αερο-2): ανεμόδαρτος, ~σκορπίζω. || (οικ.) για καιρικά φαινόμενα: ανεμόβροχο, ανεμόχιονο, ~ταραχή. β. για κίνηση με τη βοήθεια του ανέμου: ανεμαντλία, ~γεννήτρια, ανεμόμυλος, ανεμότρατα· ~κίνητος. || ανεμόμετρο. 2. (μτφ.) α. για να δηλωθεί ότι κτ. είναι ελαφράς μορφής: ~βλογιά. β. για να δηλωθεί ότι κτ. είναι ψευδές ή φανταστικό: ~γγάστρι.

[αρχ. ἀνεμο- (στη σημ. 1) θ. του ουσ. ἄνεμο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνεμο-σκεπής `που προστατεύει από τον άνεμο΄, ελνστ. ἀνεμό-στροφος, μσν. ανεμο-βρόχιν (1β: & λόγ. < γαλλ. anémo- < αρχ. ἀνεμο-: ανεμό-μετρον < γαλλ. anémomètre)]

ανεμοβλογιά η [anemovlojá] Ο24 : μεταδοτική και συνήθ. επιδημική νόσος: H ~ θεωρείται ως η ελαφρότερη από τις εξανθηματικές νόσους και δεν πρέπει να συγχέεται με την ευλογιά.

[ανεμο-2 + βλογιά]

ανεμόβροχο το [anemóvroxo] Ο41 & ανεμοβρόχι το [anemovrói] Ο44 : σφοδρός άνεμος με βροχή· (πρβ. θύελλα, καταιγίδα).

[ανεμο-1 + βροχ(ή) -ο· μσν. ανεμοβρόχιν < ανεμο-1 + βροχ(ή) -ιν > ]

ανεμογγάστρι το [anemogástri] Ο44 : (προφ.) ψευδής ή φανταστική εγκυμοσύνη.

[ανεμο-2 + γγάστρι `εγκυμοσύνη΄ < ελνστ. ἐγγάστριον `έμβρυο΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ἐγγάστριος `μέσα στην κοιλιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ.]

ανεμογεννήτρια η [anemojenítria] Ο27 : ηλεκτρογεννήτρια που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + γεννήτρια μτφρδ. αγγλ. aerogenerator (aero- = αερο-)]

ανεμογράφημα το [anemoγráfima] Ο49 : (μετεωρ.) διάγραμμα που παρουσιάζει την κατεύθυνση και την ταχύτητα των ανέμων.

[λόγ. ανεμο-1 + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. anemogram < αρχ. ἄνεμο(ς) + -gram]

ανεμογράφος ο [anemoγráfos] Ο18 : (μετεωρ.) όργανο που καταγράφει αυτόματα τη μεταβολή της ταχύτητας και της κατεύθυνσης του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + -γράφος 2]

ανεμόδαρτος -η -ο [anemóδartos] Ε5 : που τον χτυπούν ισχυροί άνεμοι· ανεμοδαρμένος: Aνεμόδαρτοι βράχοι.

[μσν. ανεμόδαρτος < ανεμο-1 + δαρ- (αρχ. δέρω, δες στο δέρνω) -τος]

ανεμοδείκτης ο [anemoδíktis] & ανεμοδείχτης ο [anemoδíxtis] Ο10 : α. όργανο που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου· ανεμοδούρα, ανεμόστροφοβ. β. (μτφ., για πρόσ.) που δεν έχει μια σταθερή γνώμη, που αλλάζει απόψεις εύκολα και ανάλογα με το περιβάλλον· ανεμόμυλοςβ.

[λόγ. ανεμο-1 + δείκτης μτφρδ. αγγλ. wind indicator· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ανεμοδέρνω [anemoδérno] -ομαι Ρ αόρ. ανεμόδειρα, απαρέμφ. ανεμοδείρει, παθ. αόρ. ανεμοδάρθηκα, απαρέμφ. ανεμοδαρθεί, μππ. ανεμοδαρμένος : (λογοτ.) 1α. παλεύω με τον άνεμο: Ώρες πολλές ανεμοδέρνανε ώσπου να μπούνε στο λιμάνι. β. (μτφ.) παλεύω με αντίξοες συνθήκες, περιστάσεις: Xρόνια τώρα ανεμοδέρνει να ζήσει τα παιδιά του. 2α. με δέρνουν, με χτυπούν ισχυροί άνεμοι: Aνεμοδερνόταν δώθε κείθε το πανί της βάρκας. Aνεμοδαρμένες βουνοκορφές, ανεμόδαρτες. β. (μτφ.) είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι μάταια: Άσ΄ τους ν΄ ανεμοδέρνονται μονάχοι.

[ανεμο-1 + δέρνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες