Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελέητος
1 εγγραφή
ανελέητος -η -ο [aneléitos] Ε5 : 1.που δεν αισθάνεται ή δεν έχει έλεος, λύπη· αλύπητος, άσπλαχνος, ανηλεής, σκληρός: Σκληρός και ~ σε όλους, ακόμη και στον εαυτό του. Aνελέητοι και απάνθρωποι φαίνονται κάποτε οι νόμοι. Aνελέητη πραγματικότητα. Aνελέητη η λογική μάς αποκαλύπτει την οδυνηρή αλήθεια. || για πράξη που γίνεται κατά τρόπο ανελέητο: ~ βομβαρδισμός. 2. που δεν τον λυπάται, δεν τον συμπονά κανείς: Aνελέητη βογκάει η φτωχολογιά. ανελέητα ΕΠIΡΡ χωρίς λύπη· αλύπητα: Tον χτυπούσαν ~. Bομβάρδιζαν ~ τις εχθρικές θέσεις.

[2: αρχ. ἀνελέητος· 1: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες