Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδροπρέπεια
1 εγγραφή
ανδροπρέπεια η [anδroprépia] Ο27 : η ιδιότητα, το ήθος του ανδροπρεπούς.

[λόγ. ανδροπρεπ(ής) -εια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες