Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφωνώ
1 εγγραφή
αναφωνώ [anafonó] Ρ10.9α : φωνάζω δυνατά και αιφνιδιαστικά (από έκπληξη, φόβο, ενθουσιασμό κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἀναφωνῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες