Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστρέφω
1 εγγραφή
αναστρέφω [anastréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστρεψα, απαρέμφ. αναστρέψει, παθ. αόρ. αναστράφηκα, απαρέμφ. αναστραφεί, μππ. ανεστραμμένος* : (λόγ.) 1α. μετακινώ προς την αντίθετη κατεύθυνση ή φορά: ~ μια κίνηση / πορεία. β. (σπάν.) αναποδογυρίζω κτ. 2. (παθ.) α. συναναστρέφομαι με κπ. β. ασχολούμαι με κτ.

[λόγ. < αρχ. ἀναστρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες