Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμπούλα
1 item total
αμπούλα η [ambúla] Ο25 : γυάλινο κυλινδρικό φιαλίδιο με μυτερές απολήξεις, κλειστό από την κατασκευή του, που περιέχει συνήθ. υγρή φαρμακευτική διάλυση κατάλληλη για ενέσεις. || ~ με βιταμίνες.

[αντδ. < γαλλ. ampoul(e) < λατ. ampulla υποκορ. του amp(h)ora < αρχ. ἀμφορέα, αιτ. του ἀμφορεύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go