Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλευρώνω [alevróno] -ομαι Ρ1 : 1.πασπαλίζω κτ. με αλεύρι, συνήθ. για να το τηγανίσω: ~ τα ψάρια / τους κεφτέδες. || (προφ.) λερώνω κπ. ή κτ. με αλεύρι. 2. (παθ., ειρ.) βάζω πολλή πούδρα στο πρόσωπο.
[ενεργ. του μσν. αλευρώνομαι < αλεύρ(ι) -ώνομαι]