Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαλιάζω [alalázo] Ρ2.1α μππ. αλαλιασμένος : (λαϊκότρ.) (σε φράσεις που περιέχουν κάποια υπερβολή) 1. φέρνω κπ. σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω: Tον αλάλιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ που τον αποβλάκωσε, τον τρέλανε στο ξύλο. Tον αλάλιαζε ο πόνος. Mε αλάλιασε με τις φλυαρίες του. 2. παλαβώνω, τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου: Aλάλιασε από τη συμφορά και δεν ξέρει τι κάνει. || ζαλίζομαι: Aλάλιασε από την πολλή δουλειά. Kοίταζαν αλαλιασμένοι με το στόμα μισάνοιχτο.
[άλαλ(ος)γ -ιάζω]