Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλέγρος
1 item total
αλέγρος -α -ο [aléγros] & αλέγκρος -α -ο [alégros] Ε4 : (οικ.) χαρούμενος, πρόσχαρος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Aλέγρα μουσική. Aλέγρα χρώματα. Tο σπίτι του είναι πολύ αλέγρο. αλέγρα & αλέγκρα ΕΠIΡΡ: Σφύριζε ~ ένα τραγούδι.

[βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go