Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρινός
1 εγγραφή
ακρινός -ή -ό [akrinós] Ε1 : (σπάν.) ακριανός.

[μσν. ακρινός < άκρ(η) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες