Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθητός -ή -ό [esθitós] Ε1 : 1α.που με τη βοήθεια των αισθήσεων καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει: Είναι κάτι αισθητό με το μάτι / την αφή / τη γλώσσα. H αισθητή πραγματικότητα. Aισθητά αντικείμενα. Ο νοητός και ο ~ κόσμος. Ο σεισμός έγινε ~ σε ολόκληρη τη χώρα. β. αντιληπτός: Δεν έγινε αισθητή η παρουσία / απουσία σου. Ο Θεός γίνεται ~ μόνο με την καρδιά και την ενόραση. 2. (μτφ.) που είναι αρκετός ή σημαντικός, έτσι ώστε να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει. ANT ανεπαίσθητος: Aισθητή διαφορά θερμοκρασίας / βελτίωση του καιρού. Aισθητή πρόοδος.
αισθητά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Είναι κάποιος ~ ανώτερος. [λόγ.: 1: αρχ. αἰσθητός· 2: σημδ. γαλλ. perceptible]